-
1 λωφάω
2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654;πόνου S.Aj.61
;τῆς ὀδύνης Pl.Phdr. 251
c;φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R. 620c
; soλ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12
.4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg. 854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete. 362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15;ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6
.II trans., lighten, relieve,ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27
: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2.
См. также в других словарях:
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek